Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

    



     Ο σημαντικότερος σταθμός των νεοπλατωνικών σπουδών στο Βυζάντιο υπήρξε η νεοπλατωνική Σχολή της Αθήνας, με εκπροσώπους τους Ερμεία, Πρόκλο και Δαμάσκιο. Δάσκαλος του Πρόκλου και βασικός υπέρμαχος του Πλάτωνα έναντι του Αριστοτέλη , υπήρξε ο Συριανός, ο οποίος με τα σχόλιά του σε έργα των αναφερθέντων φιλοσόφων, στήριζε τις απόψεις του Πλάτωνα, υποβαθμίζοντας την προσφορά και αξία των έργων του Αριστοτέλη. Κατά τον Συριανό, οι καθολικές έννοιες (καθόλου) ως Ιδέες είναι ουσίες νοητές, δημιουργικά αίτια των όντων, οι οποίες προϋπάρχουν του Θεού-Δημιουργού και προέρχονται από το Εν[1].
Ο δεύτερος σημαντικότερος σταθμός των νεοπλατωνικών σπουδών στο Βυζάντιο είναι η νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας, με εκπροσώπους τους Αμμώνιο, Ολυμπιόδωρο, Ηλία, Δαβίδ και Στέφανο. Οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξάνδρειας χρησιμοποιούν και σχολιάζουν έργα του Πλάτωνα και θεωρούν τα έργα του Αριστοτέλη ως προστάδιο της πλατωνικής φιλοσοφίας[2]. Ασπάζονταν τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και υιοθέτησαν τη μεταφυσική του Πρόκλου, με κάποιες διαφοροποιήσεις. Γι’ αυτούς, ο Δημιουργός είναι αγαθός, αιώνιος και η δημιουργία του κόσμου είναι απαραίτητη ανάγκη[3].
Από τον 9ο αι. και μετά, οι λόγιοι του Βυζαντίου ασχολήθηκαν με τη μελέτη, τη διδασκαλία και το σχολιασμό των αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων[4]. Ο Πατριάρχης Φώτιος και οι μαθητές του, ασχολήθηκαν με την πλατωνική διδασκαλία, απορρίπτοντας ή αναγνωρίζοντας απόψεις και θέσεις του Πλάτωνα[5]. Αργότερα τον 11ο και 12ο αι. παρατηρήθηκαν προσπάθειες σύνθεσης φιλοσοφικών θέσεων και ενασχόληση με τα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα, ιδιαίτερα από τους Μιχαήλ Ψελλό, Ιωάννη Ιταλό, Ισαάκ Σεβαστοκράτορα, Νικόλαο Μεθώνη και Μιχαήλ Ιταλικό[6].
Οι πλατωνικές ιδέες μετασχηματίζονται στους χριστιανούς συγγραφείς κι οι δημιουργικοί λόγοι πλέον αποτελούν την έκφραση της θείας βούλησης. Η πλατωνική άποψη περί της φυγής από το ενθάδε στο επέκεινα με σκοπό την ηθική τελείωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες και διανοητές, αποβλέποντας στην ηθική κάθαρση του πιστού στην πορεία του προς την επίτευξη του σκοπού του.
 Στη νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας αξιόλογο είναι να επισημανθεί ότι οι εκπρόσωποί της ασχολήθηκαν με το σχολιασμό των έργων του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα να τονίσουμε πως ο Ιωάννης Φιλόπονος, είναι αυτός που εισήγαγε τις αριστοτελικές έννοιες στη χριστιανική θεολογία[7].
Οι βυζαντινοί στοχαστές ασχολήθηκαν και έλαβαν υπόψη τους τα έργα των αλεξανδρινών υπομνηματιστών. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, παρουσίασε στα έργα του, φιλοσοφικούς όρους δανεισμένους από τους αλεξανδρινούς σχολιαστές, για την ανάπτυξη της χριστιανικής κοσμοθεωρίας[8]. Ο πατριάρχης Φώτιος και οι μαθητές του ασχολήθηκαν με τα έργα του Αριστοτέλη, όπως και οι βυζαντινοί στοχαστές, Ζαχαρίας Χαλκηδόνος, Αρέθας ο Πατρεύς, Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Ξιφιλίνος κ.ά[9].
Η αριστοτελική μεταφυσική, όπου ο Θεός έχει τη θέση του πρώτου ακινήτου κινούντος σε συνδυασμό και με το πρόκλειο τριαδικό σχήμα της μονής, προόδου και επιστροφής μεταφέρεται και προσαρμόζεται στη χριστιανική διδασκαλία της αναγωγής του ανθρώπου στο θείο και της σωτηρίας του.
Σημαντική επίσης απήχηση βρήκε η αριστοτελική άποψη περί της σχέσης ψυχής και σώματος. Η ψυχή θεωρημένη ως εντελέχεια έχει το προβάδισμα έναντι του σώματος, κινεί και ζωοποιεί το σώμα και του δίνει ώθηση.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο η χριστιανική σκέψη διαμόρφωσε μια θεωρία περί της ύλης, ως κτίσμα του Τριαδικού Θεού και με εσχατολογικές διαστάσεις του σχεδίου της θείας οικονομίας[10]. Ο Θεός, ο αόρατος, απρόσιτος και άγνωστος πλέον είναι φανερός μέσα από τις ενέργειές του για το σχεδιασμό του σύμπαντος, αποκαλύπτεται μέσα στην ιστορία. Η αποκάλυψη του Θεού μέσα στον δημιουργημένο αισθητό κόσμο, ο οποίος προηγείται του ανθρώπου, αποτελεί την πρώτη θεοφάνεια. Έτσι αναφερόμαστε στην Κοσμολογία ή Κτισιολογία του σύμπαντος κόσμου[11].
Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της αποκάλυψης του Θεού, πραγματώνεται στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Θείου Λόγου, του Ιησού Χριστού. Με τη δημιουργία της Εκκλησίας και έπειτα ο Θεός αποκαλύπτεται πλέον στους ανθρώπους μέσω του Αγίου Πνεύματος[12].
Οι μυστηριακές και λατρευτικές τελετές της Εκκλησίας, αποτελούν τον τρόπο έκφρασης και πραγμάτωσης της σχέσης των πιστών με τον Τριαδικό Θεό, την λατρεία και ευχαριστία του κτίσματος προς τον Δημιουργό του[13].
Ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με την δημιουργία του κόσμου προτείνει ως αφετηρία γνώσης την εμπειρία και την νοητική επεξεργασία αυτής. Επιλέγει τον κοσμολογικό πλουραλισμό, αποδεχόμενος την παρουσία των τεσσάρων στοιχείων ( τη γη, το ύδωρ, το πυρ και τον αέρα ), δια των οποίων με τη σύνθεσή τους οδηγούν στην ποικιλία του κόσμου. Η παρουσία των στοιχείων αυτών δεν καταλύει την ενότητα του σύμπαντος ούτε την πηγή από την οποία προέρχονται[14].

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Θεολόγος


[1] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: Θεολογία και Φιλοσοφία στην Εποχή των Πατέρων, τ. Γ’, (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2008) , 83.
[2] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 86.
[3] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 87.
[4] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 88.
[5] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 89.
[6] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 89-93.
[7] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 100.
[8] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 101.
[9] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 102-105.
[10] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 137.
[11] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 139.
[12] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 140.
[13] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 152-153.
[14] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 152-179.

 https://koinwniagnwsis.gr

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Η πρώτη Άλωση της Πόλης από τούς Φράγκους πριν 800 χρόνια


Η πρώτη Άλωση της Πόλης
από τούς Φράγκους πριν 800 χρόνια
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Καθηγητού Πανεπιστημίου


          ΑΝη 29η Μαΐου είναι ημέρα πένθους για τον Ελληνισμό, διότι φέρνει στη μνήμη μας την Άλωση της Πόλης από τούς Οθωμανούς το 1453, άλλο τόσο αποφράς είναι για το Γένος μας και η 13η Απριλίου, διότι κατ' αυτήν έπεσε η Πόλη το 1204 στους Φράγκους. Το δεύτερο γεγονός δεν υστερεί καθόλου σε σημασία και συνέπειες έναντι τού πρώτου. Αυτή είναι σήμερα η κοινή διαπίστωση της ιστορικής έρευνας. Από το 1204, η Πόλη, και σύνολη η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, δεν μπόρεσε να ξαναβρεί την πρώτη της δύναμη. Το φραγκικό χτύπημα εναντίον της ήταν τόσο δυνατό, πού έκτοτε η Κωνσταντινούπολη ήταν«μια πόλη καταδικασμένη να χαθεί»(Ελ. Αρβελέρ).
Αξίζει, συνεπώς, μια θεώρηση τού γεγονότος αυτού, έστω και στα περιορισμένα όρια ενός άρθρου.

ΣΤΙΣ13 Απριλίου 1204, έπειτα από μια πεισματική και μακρόχρονη πολιορκία, κατελάμβαναν οι Φραγκολατίνοι Σταυροφόροι την Κωνσταντινούπολη. Η χριστιανική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντίου έσβηνε κάτω από το θανάσιμο πλήγμα της φραγκικής Δύσεως. Το γεγονός αυτό ήταν σημαντικότατο σε δύο κατευθύνσεις

α)εσωτερικά, διότι σφράγισε καθοριστικά την περαιτέρω πορεία της Αυτοκρατορίας και
β)εξωτερικά, διότι καθόρισε επίσης τελεσίδικα τις σχέσεις με τη Δύση, αλλά και με την ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών.

Η τραγική ιστορική επιλογή τού Ρωμαίικου, πού εκφράζεται με τον γνωστό εκείνο λόγο«κρειττότερον (..) φακιόλιον (..) Τούρκων ή καλύπτρα λατινική», υποστασιώνεται στα 1204, όταν πλέοναποκαλύπτονται αδιάστατα οι διαθέσεις της Φραγκιάςέναντι της Ρωμαίικης Ανατολής.

Από το1095αρχίζουν οι Σταυροφορίες, εκστρατείες δηλαδή τού χριστιανικού κόσμου της Ευρώπης, με σκοπό, κατά τις επιφανειακές διακηρύξεις, την απελευθέρωση και υπεράσπιση των Αγίων Τόπων.
Στις επιχειρήσεις αυτές, πού κράτησαν ως το ΙΕʹ αιώνα, πρωτοστατούσαν οι εκάστοτε Πάπες, διότι ήσαν «ιεροί πόλεμοι» κατά των απίστων. Βέβαια, η έρευνα έχει επισημάνει στις εκστρατείες αυτές και ταπεινά ελατήρια, λ.χ. τυχοδιωκτισμό, δίψα πλουτισμού κ.ά. Είναι όμως σήμερα πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι Σταυροφορίες κύριο σκοπό είχαν τη φραγκική κυριαρχία στην Ορθόδοξη Ανατολή και, τελικά, τη διάλυση της Ορθοδόξου Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, πού ήταν το εμπόδιο στον επεκτατισμό και τα μονοκρατορικά σχέδια της μετακαρλο-μάγνειας Φραγκοσύνης. Το 1204, η Άλωση της Πόλης από τούς Φράγκους, η διάλυση της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» και η επακολουθήσασα Φραγκοκρατία επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτήν.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑτου 1204 συνδέονται με την Δʹ Σταυροφορία. Η σχετική βούληση γι' αυτήν, εκφράσθηκε το 1199 με την ευλογία τού πάπαΙννοκεντίου Γʹ(1198-1216),«πνευματικού πατέρα» των δύο βασικών επεκτατικών μέσων της φραγκοπαπικής εξουσίας, της «Ιεράς Εξετάσεως» και της Ουνίας (ως ιδέας).
Συνεργάτης αυτόκλητος παρουσιάσθηκε ο δόγης (δούκας) της ΒενετίαςΔάνδολος, με το στόλο του.
Σπουδαίο ιστορικό πρόβλημα είναι η εκτροπή της Δʹ Σταυροφορίας από τούς Αγίους Τόπους προς την Κωνσταντινούπολη.Ήταν σκοπός ανομολόγητος, ή τραγική σύμπτωση;
Η πλειονότητα των ιστορικών, και μάλιστα των αδέσμευτων, δέχεται το πρώτο. Επρόκειτο για καλά οργανωμένο σχέδιο, πού αποσκοπούσε στο να δοθεί ισχυρό κτύπημα στη Ορθόδοξη Αυτοκρατορία, πού περνούσε περίοδο κάμψεως, λόγω της εντάσεως τού τουρκικού κινδύνου.
Κατά τα δυτικά Χρονικά, μάλιστα, κάποιοι Λατίνοι άρχοντες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, όταν έμαθαν την αλλαγή τού σκοπού της Σταυροφορίας. Οι περισσότεροι, όμως, συμβιβάσθηκαν από οικονομική ανάγκη. Έμειναν κυρίως οι «μηυμένοι» στη συνωμοσία κατά της Νέας Ρώμης, κάτω από την «πνευματική» ηγεσία τού Πάπα και τη στρατιωτική τού Δόγη, πού μετέβαλε την Βενετία σε θαλασσοκράτειρα δύναμη, με την εκμηδένιση τού «Βυζαντίου». Ο Βενετικός στόλος μετέφερε στην Προποντίδα άγριες μάζες Φλαμανδών, Φράγκων, Γερμανών, εγκληματίες, καιροσκόπους. Η αμοιβή τού Δόγη: η μισή λεία από τη λεηλασία της πλουσιότερης πρωτεύουσας τού τότε κόσμου.

ΒΕΒΑΙΑ, τα φραγκοπαπικά σχέδια διευκολύνθηκαν από την εσωτερική αρρυθμία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας.
Από τον ΙΑʹ αιώνα άρχισε προοδευτικά η παρακμή της. Το 1071, στοΜατζικέρτ, ο «βυζαντινός» στρατός δέχθηκε μεγάλη ήττα από τούς Σελτζούκους Τούρκους, με συνέπεια την απώλεια μεγάλου τμήματος της Μ. Ασίας.
Παράλληλα (1071) χάθηκε το τελευταίο έρεισμα της Κωνσταντινουπόλεως στην Ιταλία, ηΒάρις, πέφτοντας στα χέρια των Νορμανδο-φράγκων.
Οι ανορθωτικές προσπάθειες των Κομνηνών δεν είχαν σημαντικά αποτελέσματα και το κράτος υποχωρεί σταδιακά στην οικονομική ισχύ των ιταλικών πόλεων. Η Αυτοκρατορία παραχωρεί σημαντικά προνόμια στη Βενετία, Πίζα και Γένουα, με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να δημιουργηθούν ακμαίες δυτικές παροικίες στην Ανατολή, μεταβάλλοντας το έδαφος της Αυτοκρατορίας σε δικό τους εμπορικό χώρο. Οι Ιταλο-φράγκοι εδραιώθηκαν στην Ανατολή και ενίσχυσαν τη βουλιμία της ευρύτερης φραγκικής οικογένειας.
Αλλά και το κοινωνικό κλίμα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν την εποχή αυτή αρκετά αντίξοο.
Η Πόλη έχει πια απομονωθεί και αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις, λόγω της δυσαρέσκειας των επαρχιών. Διοίκηση και πολίτες συναγωνίζονται μεταξύ τους σε διαφθορά.
Οι φορολογίες είναι δυσβάστακτες και βαρύνουν τούς πολίτες των επαρχιών. Η κεντρική εξουσία αμφισβητείται και σημειώνονται επαναστατικά κινήματα.
Η φήμη για τη μυθώδη πολυτέλεια της Πόλης και των κατοίκων της είχε διαδοθεί και στη Δύση, με εύλογες συνέπειες. Τα αμύθητα πλούτη της Κωνσταντινουπόλεως έτρεφαν τη φαντασία των πολλών και διευκόλυναν τα επεκτατικά σχέδια των λίγων, της φραγκικής ηγεσίας. Βέβαια, οι ανύποπτοι επαρχιώτες της Αυτοκρατορίας είδαν στην αρχή ως θεία τιμωρία την καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Φράγκους, ο δε όχλος της έλαβε μέρος στη λεηλασία. Αργότερα, όμως, θα συνειδητοποιηθούν οι σκοποί των Φράγκων και θα εκτιμηθούν σωστά τα γεγονότα.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ της Σταυροφορίας άρχισε το 1201.Σημαντικοί Φράγκοι φεουδάρχες δήλωσαν συμμετοχή: ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουΐνος, ο κόμης της Καμπανίας Τιμπώ, ο ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος και ο μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερατικός.

Η συγκέντρωση τού στρατού έγινε στον Ιούνιο τού 1202, στη Βενετία. Το Νοέμβριο τού 1202, καταλήφθηκε για λογαριασμό των Βενετών, η δαλματική πόλη Ζάρα, πού είχε αποστατήσει και υπαχθεί στο βασίλειο της Ουγγαρίας. Οι δυναστικές έριδες στην Κωνσταντινούπολη («Άγγελοι») διευκόλυναν -ως συνήθως- τα δυτικά σχέδια.
Οι Σταυροφόροι, στις24.5.1203ξεκίνησαν από τη Ζάρα και μέσω Κερκύρας κατευθύνθηκαν για την Κωνσταντινούπολη.
Η θέα της πόλεως τούς άφησε κατάπληκτους.«Δεν μπορούσαν να φαντασθούν πως υπήρχε στον κόσμο τόσο ισχυρή πόλη»σημειώνει ο Γ. Βιλλεαρδουΐνος στην «Ιστορία» του.
Στις 6 Ιουλίου άρχισε η πρώτη πολιορκία, με λεηλασίες στα προάστια και τις ακτές της Προποντίδας. Προσπάθεια των πολιορκουμένων τη νύκτα της Πρωτοχρονιάς τού 1204, να πυρπολήσουν τον εχθρικό στόλο, απέτυχε.Επικράτησε τότε αναρχία.

Στις 25 Ιανουαρίου, ο λαός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Νικόλαο Καναβό, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Δʹ συνελήφθη και εκτελέστηκε (8.2.1204). Νέος αυτοκράτορας εκλέχθηκε ο Αλέξιος Εʹ ο Μούρτζουφλος. Μάταια προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα και να περιορίσει τις λεηλασίες.
Οι Σταυροφόροι, ήδη τον Μάρτιο τού 1204 είχαν υπογράψει συνθήκη για την τύχη της Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της πρωτεύουσας.
Βασικές αποφάσεις: θα εκλεγόταν Λατίνος Αυτοκράτορας και Λατίνος Πατριάρχης. Έτσι, φάνηκαν και οι αληθινοί σκοποί της εκστρατείας. Επίσης, καθορίστηκε ο τρόπος διανομής της λείας και των εδαφών της Αυτοκρατορίας.
Η μεγάλη επίθεση κατά τού θαλασσίου τείχους έγινε στις 9 Απριλίου. Η τελική όμως επίθεση έλαβε χώρα στις 12, και ξημερώνοντας 13, έπεσε η Πόλη.
Η ηγεσία είχε ήδη διαλυθεί. Αυτοκράτωρ και ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη και μόνο οι κληρικοί έμειναν, για να προϋπαντήσουν τούς Σταυροφόρους και να τούς δηλώσουν την υποταγή της Βασιλεύουσας.Ο λαός πίστευε στα χριστιανικά αισθήματα των νικητών, αλλά διαψεύστηκε οικτρά.

ΟΙ ΟΚΤΩ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
Α' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1096-1099)Εμπνευστής της ο πάπας Ουρβανός Β' στη Σύνοδο τού Κλερμόν.
Με επικεφαλής τον Πέτρο τον Ερημίτη και τον Γκωτιέ τον Ακτήμονα, η «σταυροφορία τού λαού κατατροπώθηκε από τους Τούρκους. Στη συνέχεια, η «σταυροφορία των αρχόντων» κατακτά την Αντιόχεια, την Έδεσσα και έπειτα την Ιερουσαλήμ (1099) Καταλήγει στη δημιουργία των λατινικών κρατών της Ανατολής: της Ηγεμονίας της Αντιόχειας, της Κομητείας της Έδεσσας, τού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (το οποίο περιήλθε στον Γοδεφρείδο υον Βουιλώνιο) και της Κομητείας της Τρίπολης.
Β΄ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1147-1149)Κήρυκας της ο Βερνάρδος τού Κλαιρβώ για λογαριασμό τού πάπα Ευγένιου Γ. Με επικεφαλής τον Κορράδο των Χόχενσταουφεν και τον Λουδοβίκο Ζ', πολιορκεί μάταια τη Δαμασκό και δεν κατορθώνει να απελευθερώσει την Έδεσσα, που έχει περιέλθει στους Τούρκους.
Γ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1189-1192) Με επικεφαλής τον Φρειδερίκο Α' Βαρβαρόσα, τον Φίλιππο Αύγουστο και τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, αποσκοπεί στην απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, την οποία ανέκτησε ο Σαλαδίνος το 1187, και καταλήγει στην κατάληψη της Κύπρου και τού Αγίου Ιωάννη της Άκρας.
Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1202-1204)Εμπνευστής της ο πάπας Ιννοκέντιος Γ'. Με επικεφαλής τον Βονιφάτιο Α' τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο Θ' της Φλάνδρας. εκτρέπεται με παρέμβαση των Βενετών από τον αρχικό της στόχο, που ήταν η κατάληψη της Αιγύπτου, και κατευθύνεται προς την Κωνσταντίνου πόλη, η οποία κατα-λαμβάνεται και λεηλατείται το 1204. Ιδρύεται η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και οι Βενετοί αποκτούν τεράστια εμπορικά και εδαφικά προνόμια.
Ε΄ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1217-1219)
Εμπνευστής της ο πάπας Ιννοκέντιος Γ'.
Η σταυροφορία κηρύσσεται το 1215 από τη Δ' Σύνοδο τού Λατερανού. Με επικεφαλής τον Ανδρέα Β', βασιλιά της Ουγγαρίας, και στη συνέχεια τον Ιωάννη της Βρυέννης. βασιλιά της Ιερουσαλήμ, δεν κατορθώνει να αποσπάσει από τους μουσουλμάνους το Όρος Θαβώρ και καταλαμβάνει προσωρινά τη Δαμιέτη στην Αίγυπτο (1219-1221).


ΣΤ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1228-1229)Εμπνευστής της ο πάπας Ονώριος Γ'. Διευθύνεται από τον Φρειδερίκο Β' των Χόχενσταουφεν. που διαπραγματεύεται με τους μουσουλμάνους την παράδοση της Ιερουσαλήμ, της Βηθλεέμ και της Ναζαρέτ.


Ζ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1248-1254)Εμπνευστής της ο πάπας Ιννοκέντιος Δ'.
Υπό την καθοδήγηση τού Λουδοβίκου Θ' (τού Αγίου Λουδοβίκου), αποπειράται να καταλάβει την Αίγυπτο, η οποία ελέγχει τους Αγίους Τόπους. Οι Σταυροφόροι κυριεύουν τη Δαμιέτη, και στη συνέχεια κατατροπώνονται στη Μαναούρα και εγκαταλείπουν την Αίγυπτο.


Η' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1270)Οργανωμένη από τον Λουδοβίκο Θ' και τον Κάρολο Α' τον Ανδεγαυικό, κατευθύνεται προς την Τύνιδα, όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας βρίσκει τον θάνατο.

Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ των Σταυροφόρων αποκάλυψε στους Ανατολικούς τη φραγκική Δύση, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το εκκλησιαστικό σχίσμα.
Έγιναν από τούς Φράγκους ακατονόμαστες πράξεις αγριότητας και θηριωδίας.Φόνευαν αδιάκριτα γέροντες, γυναίκες και παιδιά.Λεηλατούν και διαρπάζουν τον πλούτο της «βασίλισσας των πόλεων τού κόσμου».Στη διανομή των λαφύρων μετέσχε, κατά συμφωνία, και ο Πάπας.
Το χειρότερο:πυρπόλησαν το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης και εξανδραπόδισαν ένα τμήμα τού πληθυσμού της. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι βιασμοί των γυναικών και τα άλλα κακουργήματα.Μόνο την πρώτη μέρα, φονεύθηκαν 7.000 κάτοικοι της Πόλης.
Ιδιαιτέρως δε, στόχος της θηριωδίας ήταν ο Κλήρος.Επίσκοποι και άλλοι κληρικοί υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια και κατασφάζονταν με πρωτοφανή μανία. Ο Πατριάρχης μόλις μπόρεσε, ξυπόλυτος και γυμνός, να περάσει στην απέναντι ακτή.
Η Κωνσταντινούπολη απογυμνώθηκε από τούς θησαυρούς της. Εσυλήθησαν οι ναοί και αυτή η Αγία Σοφία, μάλιστα μέσα σε σκηνές φρίκης.Στη λεηλασία πρωτοστατούσε ο λατινικός Κλήρος.
Κανείς δεν φανταζόταν ότι η Πόλη θα έκρυβε τόσο ανεκτίμητους θησαυρούς.
Επί πολλά χρόνια, τα δυτικά πλοία μετέφεραν θησαυρούς της στη Δ. Ευρώπη, όπου και σήμερα κοσμούν εκκλησίες, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές (π.χ. Άγιος Μάρκος, Βενετία). Ένα μέρος των θησαυρών (κυρίως χειρόγραφα) καταστράφηκε. Μέγα μέρος από τούς «βυζαντινούς» θησαυρούς τού Αγ. Μάρκου εκποιήθηκε το 1795 από τη Βενετική Δημοκρατία για πολεμικές ανάγκες.
ΒΑΘΥΤΕΡΑ ίχνη από την ίδια την καταστροφή «της Πόλης των πόλεων» χαράχθηκαν μέσα στις ψυχές των Ορθοδόξων.
Για τούς Ρωμηούς, ήταν πια απόλυτα βεβαιωμένο ότι η Δʹ Σταυροφορία είχε απ' αρχής στόχο την άλωση της Πόλης και τη διάλυση της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας.
Και είναι γεγονός, ότι οι δυτικές πηγές βλέπουν την καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως ως τιμωρία των «αιρετικών» (Γραικών), πού ήσαν «ασεβείς και χειρότεροι από τούς Εβραίους».Την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, τη βλέπουν ως «νίκη της Χριστιανοσύνης».Το χάσμα, συνεπώς, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, πού είχε ανοίξει με το Σχίσμα (1054), γίνεται τώρα αγεφύρωτο. Οι «Βυζαντινοί» είχαν την ευκαιρία, άλλωστε, να ζήσουν το μίσος των Φράγκων εναντίον τους.
Κατά τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, αυτόπτη μάρτυρα της Αλώσεως, η αρπακτικότητα και βαρβαρότητα των Σταυροφόρων δεν συγκρίνεται με την ηπιότητα των Μουσουλμάνων, οι οποίοι, μόλις κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα, αρκέστηκαν απλώς στην επιβολή μικρού φόρου, αποφεύγοντας κάθε βιαιότητα.
Οι «Βυζαντινοί» συνειδητοποίησαν ότι μετά το 1204, οι Λατίνοι-Φράγκοι ήσαν ο ουσιαστικός εχθρός τους, γιατί μόνο από αυτούς κινδύνευε η ορθόδοξη πίστη και η Παράδοση τού Γένους.
Έτσι, διαμορφώθηκε η στάση των Ανθενωτικών, που προέκριναν την πρόσκαιρη συνεργασία με τούς Οθωμανούς από τη «φιλία» των Φράγκων, επιλέγοντας μεταξύ δύο κακών. Μια στάση πού θα εκφρασθεί θεολογικά από τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό το ΙΗʹ αιώνα.
Η Άλωση τού 1204, όμως, είχε και ευεργετικές συνέπειες σε μια άλλη διάσταση.

Ο μέσος Ρωμιός θα συνειδητοποιήσει τη σημασία της διαλύσεως της Αυτοκρατορίας. Όσο μάλιστα θα παρατείνεται η Φραγκοκρατία, η αντιπάθεια εναντίον των Λατίνων θα μεταστοιχειωθεί σε ομοψυχία. Λόγω δε της διασπάσεως της ενότητος των επιμέρους εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας μετά το 1204, θα αρχίσει ο τονισμός της εθνικότητας, με εμφάνιση της εθνικής συνειδήσεως. Ο τραυματισμός δε τού εθνικού γοήτρου, θα γεννήσει τη Μεγάλη Ιδέα, ως πόθο επανακτήσεως της Κωνσταντινουπόλεως και ανασυστάσεως της Αυτοκρατορίας.
ΈΝΑ ΑΠΟ ΤΑ σημαντικότερα βιβλία πού έχουν γραφεί για την Άλωση της Πόλης από τούς Φράγκους είναι τού ERNLE BRADFORD, THE GREAT BETRAYAL (Η μεγάλη προδοσία), Λονδίνο 1966. Γερμανική μετάφραση (der verrat von 1204) το 1978 (σσ. 322). Το βιβλίο διαιρείται σε 18 κεφάλαια και περιέχει και σειρά πινάκων τού ζωγράφου PALMA IL GIOVANE (ΙΣΤʹ αι).. Ο συγγραφέας, αποτιμώντας αντικειμενικά τα πράγματα, χαρακτηρίζει την άλωση και λεηλάτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Φράγκους, ως μια«από τις φοβερότερες πράξεις της Ιστορίας». Ονομάζει, μάλιστα, την Πόλη «προμαχώνα της Δύσεως». «Ο χωρισμός και απομόνωση της ανατολικής από τη δυτική Ευρώπη ανάγεται σε τελευταία ανάλυση σε αυτό το γεγονός».
Οι συνέπειές του είναι αισθητές ως σήμερα. Στη διάσπαση της Αυτοκρατορίας ο συγγραφέας αποδίδει το μεταγενέστερο «βαλκανικό πρόβλημα», ως και τη διαίρεση της Ευρώπης σε Ανατολική και Δυτική.
Ως κύριο αίτιο της εκτροπής της Δʹ Σταυροφορίας θεωρεί το μίσος των Φράγκων κατά της Ορθοδόξου Ανατολής. Καταδικάζει τη στάση τού Πάπα και των δυτικών Χριστιανών για την «καταστροφή ενός χριστιανικού πολιτισμού» και αποκαλεί τούς καταστροφείς Σταυροφόρους «βαρβάρους».
Σημαντικότατη είναι η διαπίστωσή του, ότι «η συμπεριφορά των χριστιανών κατακτητών στα 1204, ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη των Τούρκων το 1453. Οι δυτικοί κατακτητές μισούσαν περισσότερο τούς εν πίστει αδελφούς τους από όσο οι Μουσουλμάνοι δύο αιώνες μετά».
Δέχεται δε και αυτός, ότι μία από τις σοβαρότερες συνέπειες τού 1204 ήταν το άνοιγμα τού δρόμου των Τούρκων προς την Ευρώπη.
Χρειάστηκε, πραγματικά, πολλή τόλμη και ευσυνειδησία για να γραφεί αυτό το βιβλίο, ένα από τα λίγα πού έχουν γραφεί για την«προδοσία τού 1204», διότι η δυτική ιστοριογραφία φροντίζει επιμελώς να ρίχνει το φώς της έρευνας μονομερώς στο 1453...





Read more:http://www.egolpion.com/0534244F.el.aspx#ixzz46Uq7P1gO

«Δεν υπάρχει Θεός»!



Τι να απαντήσουμε όταν κάποιος μας λέει ότι δεν υπάρχει Θεός;

Mη λες:

«Δεν υπάρχει Θεός»!

Περιορίσου να λες:

«Εγώ δεν έχω Θεό»!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ένας συνάδελφός σου, σού επαναλαμβάνει συνεχώς: “Δεν υπάρχει Θεός !” Καί αισθάνεσαι σά νά σέ χτυπά μέ μαστίγιο. Κι εσύ αγωνιάς γιά τήν ψυχή του καί τή ζωή του. Καί καλά σκέφτεσαι.

Άν δέν υπάρχει ο Ζών κι ο Παντοδύναμος Θεός κι άν δέν είναι ισχυρότερος από τό θάνατο, τότε ο θάνατος είναι ο μοναδικός κυρίαρχος. Καί η κάθε ζωντανή ύπαρξη δέν είναι παρά ένα κλωτσοσκούφι τού θανάτου. Ένα ποντικάκι στό στόμα τής γάτας.

Μία φορά, αντικρούοντας τόν, τού είπες: “Ο Θεός υπάρχει. Γιά σένα δέν υπάρχει”. Καί δέν έσφαλες. Γιατί εκείνοι πού αποκόπτονται από τόν Αιώνιο καί Ζωοδότη Κύριο εδώ στήν γή, αποκόπτονται από τή ζωή τήν πραγματική. Καί έτσι ούτε εδώ, ούτε στήν άλλη ζωή θά γευθούν τό μεγαλείο του Θεού καί τής πλάσης Του. Καί καλύτερα νά μήν είχαμε γεννηθεί, παρά νά είμαστε αποκομμένοι από τόν Θεό. Άν ήμουν στή θέση σου, θα του έλεγα τα εξής:


– Κάνεις λάθος, φίλε μου! Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγες: «Εγώ δεν έχω Θεό». Διότι το βλέπεις, ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω σου, που έχουν Θεό και γι’ αυτό διακηρύττουν ότι υπάρχει Θεός. Λοιπόν, μη λες: «Δεν υπάρχει Θεός»! Περιορίσου να λες: «Εγώ δεν έχω Θεό»!

– Κάνεις λάθος! Μιλάς σαν τον άρρωστο, που λέει ότι δεν υπάρχει πουθενά υγεία!

– Κάνεις λάθος! Μοιάζεις με τον τυφλό που λέει: «Δεν υπάρχει φως στον κόσμο». Όμως φως υπάρχει. Και είναι διάχυτο παντού. Αυτός ο δυστυχής δεν έχει το φως του. Και θα μιλούσε σωστά αν έλεγε: «Εγώ δεν έχω μάτια και δεν βλέπω φως».


– Κάνεις λάθος! Μιλάς σαν το ζητιάνο, που λέει: «Δεν υπάρχει χρυσάφι στη γη». Μα χρυσάφι ὑπάρχει! Και επάνω στή γη! Καί μέσα στή γη! Αυτός δεν έχει χρυσάφι! Το σωστό θα ήταν να έλεγε: «Εγώ δεν έχω χρυσό»!

– Κάνεις λάθος! Μοιάζεις με τον παλιάνθρωπο που λέει: «Δεν υπάρχει καλωσύνη στόν κόσμο». Ενώ θα έπρεπε να πει: «Εγώ δεν έχω ίχνος καλοσύνης μέσα μου».

Αυτό να του πεις κι εσύ: Συνάδελφε, κάνεις λάθος! Λάθος διακηρύττεις ότι δεν υπάρχει Θεός! Γιατί, όταν κάτι δεν το έχεις εσύ και δεν το γνωρίζεις εσύ, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πουθενά κι ότι δεν το έχει κανείς!

Ποιός σου έδωσε το δικαίωμα να μιλάς εκ μέρους όλου του κόσμου; Ποιός σου έδωσε την άδεια να διακηρύττεις,ότι την δική σου αρρώστια την έχουν όλοι; Ότι όλοι έχουν την δική σου πλάνη;

Φωνάζεις ότι δεν υπάρχει Θεός! Το διακηρύττεις σέ όλον τον κόσμο! Πολεμάς την αλήθεια!

Εκείνοι που δεν θέλουν να ζουν με τον Θεό είναι ελάχιστοι. Αλλά και γι’ αυτούς ο Θεός υπάρχει! Τους περιμένει. Μέχρι την τελευταία πνοή σ’ αυτή τη γη!

Και μόνο αν δεν φροντίσουν να μετανοήσουν, έστω στην τελευταία τους στιγμή, μόνο τότε ο Θεός στην άλλη ζωή θα πάψει να υπάρχει γι’ αυτούς. Και θα τους διαγράψει από το βιβλίο της ζωής.

Γι’ αυτό πές του, σε παρακαλώ φίλε μου.

Γιά το καλό της ψυχῆς σου. Για τα επουράνια αγαθά. Για τα δάκρυα που έχυσε ὁ Χριστός και τις πληγές πού δέχθηκε γιά όλους μας. Άλλαξε μυαλό! Μετανόησε! Διορθώσου! Καί γύρισε στην Εκκλησία μας!


Aπό το βιβλίο «Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται», Δάκρυα μετανοίας

Πηγή: http://paterikos.blogspot.gr/

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Ο Μέγας Παρακλητικός Κανών. Ένας Αυτοκράτορας ικέτης της Θεοτόκου

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός (επαναδημοσίευση)



Τά γλυκά βράδια τοῦ Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται στίς Ἐκκλησίες μας ἐναλλάξ οἱ δύο κατανυκτικοί παρακλητικοί Κανόνες, ὁ Μικρός καί ὁ Μέγας. Δυό ὕμνοι πασίγνωστοι, δημοφιλεῖς, πού ἔχουν καταστεῖ ἡδύτατο «ἄκουσμα καί λάλημα» τῶν ἑλληνοφώνων Ὀρθοδόξων, ταπεινή ἐξομολόγηση ἀμέτρητων ψυχῶν, θρηνητική καί παρακλητική ἀναφορά τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν στήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. ‘Ο δεύτερος ἀπό τούς Κανόνες αὐτούς, ὁ καί Μέγας ὀνομαζόμενος, εἶναι ποίημα τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Θεοδώρου B΄ τοῦ Λασκάρεως, τοῦ Βασιλιᾶ πού τίμησε καί ὕμνησε ὅσο λίγοι τήν Παναγία.


Ἄν ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Πλάτων θεωροῦσε ὡς πρώτιστο παράγοντα ἐπιτυχίας τοῦ Βασιλιᾶ τῆς «Πολιτείας» του τό «φιλοσοφεῖν», «ἡ ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ καινή πολιτεία» -ἡ Ἐκκλησία- ἀνέδειξε αὐτοκράτορες θεολόγους, πού θεολογοῦσαν ὄχι ὡς φιλόσοφοι, στοχαστικά καί διανοητικά, ἀλλά μέσα ἀπό τήν πράξη τῆς ἀσκήσεως καί μετανοίας, βάπτοντας τόν κάλαμο στά νάματα τῆς πίστεώς τους καί στά δάκρυα τῆς μετανοίας τους. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Θεόδωρος B΄ Λάσκαρις (1222—1258), πού κάθισε στό θρόνο τῆς ‘Ελληνικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας μερικά μόνο χρόνια (1254—1258).


Φύση ἀσθενική, ἀλλά καί καλλιτεχνική, ὁ Θεόδωρος B΄, λίγο πρίν ἀπό τό θάνατό του, ἀναζήτησε τήν σωτηρία στό Μοναστήρι. Ἔγινε μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Θεοδόσιος. «Ἀσθενής σάρξ τόσον διά νά διοικήσῃ, ὅσον καί διά νά λυτρωθῇ» -κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Καθηγ. Νικ. Τωμαδάκη-, ἀκολούθησε τήν κοινότατη παράδοση τοῦ Βυζαντίου/Ρωμανίας τῆς καταφυγῆς στό Μοναστήρι, πού λειτουργεῖ στήν Ὀρθοδοξία ὡς «ἰατρεῖον πνευματικόν», στό ὁποῖο μπορεῖ ὁ πιστός νά ἐπιτύχει τήν κάθαρσή του ἀπό τά πάθη, γιά νά καταστεῖ δυνατή ἡ πορεία του στή σωτηρία-θέωση. Ἦταν φυσικό, συνεπῶς, τό ἱερό Πρόσωπο τῆς Παναγίας νά βρίσκεται στό κέντρο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, ἀφοῦ Αὐτή μαζί μέ τόν «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, εἶναι στήν Ὀρθοδοξία τά πρότυπα καί οἱ χειραγωγοί τῶν ἀσκουμένων, τῶν ἀγωνιζομένων γιά τή λύτρωσή τους πιστῶν.

Η ἀγάπη τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεωςκαί ἡ ἀφοσίωσή του στήν Παναγία ἐκφράσθηκε σέ σπουδαιότατα ποιητικά καί ἐγκωμιαστικά κείμενά του, πού κατέχουν σημαντική θέση στό θεολογικό καί γενικότερα τό συγγραφικό του ἔργο. Στό ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι αἰσθητός συνεχῶς ὁ σπαραγμός τῆς καρδιᾶς του, καρπός εἰλικρινοῦς μετανοίας, ἡ συντριβή καί ταπείνωσή του, ἡ ἀταλάντευτη πίστη του στή βοήθεια τῆς Θεοτόκου καί στή δυνατότητα σωτηρίας. «Αἱ κραυγαί τῶν πόνων του ἀκούονται εἰς τήν ὑμνογραφίαν εἰλικρινέστεραι παρά ὁπουδήποτε» (Ν. Β. Τωμαδάκης).


Μέσα στήν πλουσιότατη ὑμνογραφική παραγωγή, πού σχετίζεται μέ τό Πρόσωπον τῆς Παναγίας, οἱ ὕμνοι αὐτοί τοῦ βασιλέως Θεοδώρου κατέχουν ἰδιαίτερη θέση. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα καί δυνατότερα ποιητικά δημιουργήματα, πού συνάγουν καί ἐκφράζουν ὅ,τι θά εἶχε νά ἐξομολογηθεῖ κάθε πάσχουσα χριστιανική καρδία πρός τή Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Παναγία, Μητέρα καί Παρηγορήτρια, μπορεί νά μεταφέρει στόν Υἱό καί Θεό της τά αἰτήματά μας.
 

Τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνος.


Ὁ κανόνας τοῦ Λασκάρεως εἶχε ὅλες τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, γιά νά περάσει ἀπό τό χῶρο τῆς προσωπικῆς ποιήσεως στή λειτουργική ποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. ‘Η κατανυκτικότητά του, ὁ ἐξομολογητικός καί θρηνητικός τόνος του, τά ἐνδιαφέροντα κάθε ψυχή αἰτήματά του, ὁ ὑμνητικός καί ἱκετευτικός παλμός του, γίνονται μέσα ἐκφραστικά σέ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά καί προσευχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
 

Μιά συνοπτική θεώρηση, τῆς θεματικῆς τοῦ Κανόνος μπορεῖ νά συνοψισθεῖ στίς ἀκόλουθες ἐπισημάνσεις: Τό θέμα τοῦ Ποιήματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ σύνοψη τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, εἶναι ὁ πρό τοῦ Θεοῦ ἱστάμενος «ταλαίπωρος ἄνθρωπος» (Ρωμ. 7,24), γεμάτος τραύματα ψυχικά καί σωματικά, ἀνίκανος νά βρεῖ τή λύτρωση καί τήν ἀπαλλαγή ἐκ τῶν δεινῶν. Γι’ αὐτό καί καταφεύγει στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μόνη μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει τόσο στήν πρόσκαιρη (σωματική), ὅσο καί στήν αἰώνια (ψυχική) σωτηρία.


Θλίψεις, ἀνάγκες, πειρασμοί παντοῖοι συνθέτουν τό ζοφερό σκοτάδι τοῦ ἀγωνιζομένου στόν κόσμο αὐτό ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς καί γεωγραφικοῦ χώρου. Καταστάσεις, πού ἀγγίζουν συχνά τά ὁριακά τους σημεῖα καί ὁδηγοῦν στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπιστία.


‘Η πάλη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό ὄχι σπάνια, μέσα ἀπό ὅλο αὐτό τό καταθλιπτικό βιοτικό βάρος, ὁδηγεῖ στήν πνευματική αὐτοκτονία, τή Θεομαχία. Γιατί εἶναι εὔκολο, ὅταν χαθοῦν oἱ προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογήσεως καί ἐπικρατήσουν κοσμικά - φεουδαρχικά κριτήρια, ὅπως τά φράγκικα, νά θεωρηθεῖ ὁ Θεός ὄχι ὡς Πατέρας (Λουκ. 15, 11 ἑ.ἑ) καί Ἀγάπη (A Ἰωάνν. 4, 8), ἀλλ’ ὡς ἐκδικητής καί τιμωρός τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Κάθε ἄνθρωπος, σέ στιγμές νηφαλιότητας καί αὐτοενδοσκόπησης, ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτία του, τά τραγικά του ἀτοπήματα, τήν ἀνομία καί ἀποστασία του.


Καί ὁ Θεόδωρος -καί γι’ αὐτό ἔγινε στόμα κάθε χριστιανικῆς καρδιᾶς- ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά του μπροστά στή Θεία καθαρότητα καί μεγαλωσύνη. Εἶναι «ὁ ταπεινός καί ἄθλιος» (γ, 1), ὁ «πανάθλιος» (δ, 2), «ὁ ἄσωτος» (δ, 3), πού παλεύει μέσα σέ μιάν ἀδυσώπητη τρικυμία «δεινῶν, συμφορῶν καί βλάβης καί κινδύνων καί πειρασμῶν» (ζ, 4). ‘Ως ὀρθόδοξος ὅμως πιστός, θρεμμένος μέσα στήν ἁγιοπατερική παράδοση τῶν Προφητῶν - Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ‘Αγίων, ξέρει ὅτι ἡ ἐλπίδα του εἶναι πάντα στό Θεό, στή Χάρη καί Ἀγάπη του. Μέσα στήν ἀσίγαστη ἀγωνία του, στήν τραγική μοναξιά του, βλέπει σ’ Αὐτόν φῶς καί βοήθεια:


«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου... τῷ τήν σήν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς...» (γ, 1).

Δέν στρέφεται ὅμως ἀπ’ εὐθείας στόν Θεό, οὔτε στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλά στήν Παναγία. ‘Οποιαδήποτε προτεσταντική αἵρεση -κορύφωση τῆς ἐκλογίκευσης τῆς πίστεως στή φράγκικη Δύση- θά ἔσπευδε νά ἐπαναλάβει τίς γνωστές της κατηγορίες ἐναντίον τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως γιά τήν πίστη στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καί τῶν ‘Αγίων. Ὁ ποιητής μας, ὅμως, πού κινεῖται στό αὐθεντικό ἐκκλησιαστικό κλῖμα, ξέρει ὅτι «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρός» καί τῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν ‘Αγίων. Οἱ Θεούμενοι - Ἅγιοι εἶναι oἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ πού ἔχουν σ’ Αὐτόν «παρρησίαν» καί μποροῦν νά «ἐρίζουν» ἀκόμη μαζί Του γιά τή σωτηρία μας. Γι’ αὐτό καί ἔχει τό θάρρος νά ὁμολογήσει:
 

«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; ποῦ προσφύγω; ποῦ δέ καί σωθήσομαι; τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν;... Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου· σῶσόν με» (δ, 1· πρβλ. θ. 1). Μέσα στήν ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητάς του ὁ πιστός Βασιλεύς - Μοναχός Θεόδωρος καταφεύγει στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου πρός τόν Υἱόν καί Θεόν της (α, 4). Γιατί ξέρει, ὅτι ἡ Παναγία συνδέεται μέ μιά εἰδική σχέση μέ τόν Χριστό, τόν Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου, τή σχέση τῆς μητρότητος. Γι’ αὐτό τήν ὁμολογεῖ ὡς «ἀληθῆ Θεοτόκον» (γ, 4), «Μητροπάρθενον», “Θεόνυμφον” (ε, 1) καί “Θεονύμφευτον” (α, 1), καταφάσκοντας ἔτσι τό σχετικό δόγμα τῆς Γ΄ καί Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ‘Υπό τήν ἰδιότητά της αὐτή ἡ Παναγία ὄχι μόνο «σώζει», ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλά καί χαρίζει ζωή, γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «φυσίζωος» (γ, 4). ‘Ως Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Παναγία μετέχει τοῦ θείου ἀκτίστου φωτός καί μεταδίδει τό φῶς τῆς χάριτος: «'Αλλ’ ἡ φῶς τετοκυῖα, τό θεῖον καί προαιώνιον, λάμψον μοι τό φῶς τό χαρμόσυνον» (α, 1 πρβλ. ζ, 1).


Ἀξία:


‘Ο Κανόνας διατρανώνει τή ζωή μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τό Χριστό -τήν Κεφαλή- καί ὅλους τούς ‘Αγίους, μέ πρώτη τήν Παναγία. Αὐτός ὁ ἐκκλησιαστικός καί συνάμα ἐκκλησιολογικός του χαρακτήρας, τόν καταξίωσε σέ ὕμνο καί προσευχή τῶν ὀρθοδόξων. Τό ποίημα τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως διασώζει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Παναγία καί τή σχέση της μέ τόν Χριστό καί τό σῶμα του, τόν Λαό Του. Ἤδη ἀπό τά παραπάνω ἔχει φανεῖ ὁ δογματικός του πλοῦτος, εἰδικά ὡς πρός τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Στά προηγούμενα δογματικά ἐπίθετα - χαρακτηρισμούς τῆς Παναγίας πρέπει νά προστεθοῦν καί τά ἀκόλουθα: Πανάχραντος (α, 2), Δέσποινα (πολλ.), Κόρη (α, 4· γ, 2) -πού ἰσοδυναμεῖ μέ τό Παρθένος (δ, 3) καί Μητροπάρθενος (ε, 1), Πάναγνος (δ, 2), ‘Αγνή (η, 2), ἄσπιλος (δ, 3) «Δεσπότου Θεοῦ Μήτηρ» (8, 4), ὅλα φορτισμένα δογματικά - θεολογικά, πού συνιστοῦν τήν παραδοσιακή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Παναγία. Δογματικό χαρακτήρα καί ἁγιογραφικό ὑπόβαθρο ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ τροπαρίου η, 4: “Χαῖρε θρόνε πυρίμορφε Κυρίου, χαῖρε θεία καί μανναδόχε στάμνε· χαῖρε χρυσή λυχνία, λαμπάς ἄσβεστος...”, ἀναφερόμενοι στήν ἰδιότητα τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.


Γενικά καί ἀπό πλευρᾶς ποιητικής ὁ Κανόνας εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐπιτυχημένα δείγματα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, πού καί ἡ μορφή του μαρτυρεῖ ὅλα τά προσόντα καί τόν βαρύ φιλολογικό ὁπλισμό τοῦ μακαριστοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Θεοδώρου.


πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

*Ἀποσπάσματα ἀπό τό ὁμώνυμο ἄρθρο τοῦ συγγραφέως, πού βρίσκεται στόν τόμο «Νίκαια - Ἱστορία, Θεολογία, Πολιτισμός 325 - 1987», Ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Νικαίας, Νίκαια 1988



Καλοκαίρι στο Άγιον Όρος (του Φώτη Κόντογλου)



(οι ταξιδιωτικές εμπειρίες του Φ. Κόντογλου από το Άγιο Όρος-καταπληκτικός ο επίλογος!!!)
.
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ᾿ ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστὲ (ξυλεία) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖς Ἀϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατὶ γύρευα θάλασσα.
.
Πῆγα στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἀβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαρᾶς. Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ᾿ εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν, ψαρᾶς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος, λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. Ὁ Βαρθολομαῖος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ᾿ αὐτὸν ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε πῶς νὰ τὰ ψαρεύω.

.
Ὁ ἀρσανὰς ἤτανε ἕνα σπίτι μακρύ, χτισμένο ἀπάνω στὴ θάλασσα μέσα σ᾿ ἕναν κόρφο ποὺ τὸν ἀποσκέπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια εἶχε μαῦρες πλάκες. Μπροστὰ εἶχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπερνε βοριᾶς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε ἄγριο χαμόδεντρο. Ὁ ἀρσανᾶς εἶχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) ἀραδιασμένες καὶ μπροστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάρια ἀπὸ ἀγριόξυλα. Ἐκεῖ μέσα κοιμόμαστε. Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ ἁπλώνανε ἀπάνω στὰ μπαρμάκια (κάγκελα) τοῦ χαγιατιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκούγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανούριζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κρεμασμένα μέσα στὸν ἀρσανᾶ κ᾿ ἔκαιγε ἀκοίμητο καντήλι.
.
Ἄφησα ὑγεία στοὺς Ἰβηρῖτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλλου. Κ᾿ ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά· οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κοδρᾶτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ᾿ ἕναν βράχο. Κάθησα κ᾿ ἐκειπέρα κάμποσες μέρες. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ᾿ οἱ θαυμαστὲς ἁγιογραφίες τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός.
.
«Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ παίρνεις καὶ τὴν ῥάβδαν,
περιπατεῖς καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἁγίαν Λαύραν.
Καὶ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ ὅσον καιρὸν θελήσεις,
ὅσον νὰ εὕρῃς συντροφιὰν καὶ πλοῖον νὰ κινήσεις».
.
Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν ἐπῆρα κ᾿ ἐγὼ τὴν ῥάβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ἦρθε κ᾿ ἕνας ἁπλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι ἀδύνατος, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνᾶ ἀπὸ ἅγια κ᾿ ἔμορφα μέρη, ὡς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ᾿ ἀνοιχτὸ πέλαγο. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς στεριᾶς στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Ἄθωνας. Σ᾿ ἕνα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στέκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ὥρα ἕνα κομμάτι βουνὸ κ᾿ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστερα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ᾿ ἔπεσε μονοκόμματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ὁ σεισμὸς κούνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.
.
Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τ᾿ ἀλλὰ τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατέρες, ποὺ ὅποτε κάνανε σύναξη ἔπρεπε νὰ καθήσω κ᾿ ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ᾿ ἔχουνε γράψει καὶ στοὺς ἱδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων. Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν πάτερ Ἰσίδωρο, ποὺ μ᾿ εἶχε στὸ κελλί του. Ἄλλη φορὰ ἔγραψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς τριανταπέντε χρονῶν κ᾿ εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπαρμπα-Χαραλαμπο ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο, ὡς ἑβδομήντα χρονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ τῆς Κίνας.
.
Εἶχε ἔρθει μιὰ μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος, καὶ γνωρισθήκαμε. Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ᾿ ἤτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν τὸ κελλὶ τοῦ πάτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, τόσο, ποὺ ἔλεγες πῶς τὸ νερὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον, σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ᾿ ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἂς ἔλαμπε ὁ ἥλιος τὸ καλοκαίρι.
.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τρύπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανᾶς τοῦ πάτερ Νείλου. Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο τὸ κανάλι. Τὸ σπίτι τὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, θεμελιωμένο στὸ βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕνα βράχο ἀπότομο, μ᾿ ἕνα σπήλαιο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας ποὺ στάθηκε στὰ νιάτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τἄβλεπα ποὺ περνᾶνε βόλτες γύρω στὴ ράχη.
.
Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυὸ-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοι τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροι σὰν ἀραπάδες. Ὁ πάτερ Νεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνὰ γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακὶ ἀνατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.
.
Τὶς μέρες ποὺ κάθησα ἐκειπέρα, ὁ Νεῖλος κ᾿ ἕνας δόκιμος δὲν πηγαίνανε μὲ τὴν τράτα γιὰ νὰ μοῦ κρατήσουνε συντροφιά. Ἤτανε κ᾿ ἕνας γέρος, πάτερ Ἀθανάσιος, ποὺ φύλαε πάντα τὸ σπίτι. Σὰν γυρίζανε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, βγάζανε τὰ ψάρια ἔξω κι ἀφοῦ διαλέγανε λίγα χοντρὰ γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ τὰ κάνανε ἕναν σωρὸ καὶ τ᾿ ἀφήνανε νὰ σιτέψουν γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουνε. Ἀπὸ τὰ χοντρὰ παστώνανε πολλοὺς ροφούς, νἄχουνε τὸ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα καὶ σαρδέλλα, παστώνανε πολλὰ βαρέλια καὶ τὰ στέλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στὸ σωρὸ καὶ παστώνανε. Ὅλο τὸ σπίτι μύριζε μιὰ τέτοια ψαρίλα, ποὺ στὴν ἀρχὴ γυρίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαρίλα σχεδὸν ὁλότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυρίζανε κι ὁ Χριστὸς κ᾿ οἱ ἀπόστολοι. Οἱ ἄνθρωποι κι ὅ,τι ἔπιανες, ὅλα μυρίζανε ψαρίλα. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἔνοιωθες αὐτὴ τὴ μυρουδιά.
.
Τὶς ὧρες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τί φουρτοῦνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἀλλὰ λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φορὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάρκα τραβηγμένη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ᾿ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν. Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες», τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην», κ᾿ ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ τέλος ὅμως ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρᾶς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελωδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν᾿ ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα!
.
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπίανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του! Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Πηγή: http://www.paterikiorthodoxia.com/