Ο
σημαντικότερος σταθμός των νεοπλατωνικών σπουδών στο Βυζάντιο υπήρξε η
νεοπλατωνική Σχολή της Αθήνας, με εκπροσώπους τους Ερμεία, Πρόκλο και Δαμάσκιο.
Δάσκαλος του Πρόκλου και βασικός υπέρμαχος του Πλάτωνα έναντι του Αριστοτέλη ,
υπήρξε ο Συριανός, ο οποίος με τα σχόλιά του σε έργα των αναφερθέντων
φιλοσόφων, στήριζε τις απόψεις του Πλάτωνα, υποβαθμίζοντας την προσφορά και
αξία των έργων του Αριστοτέλη. Κατά τον Συριανό, οι καθολικές έννοιες (καθόλου) ως Ιδέες είναι ουσίες νοητές,
δημιουργικά αίτια των όντων, οι οποίες προϋπάρχουν του Θεού-Δημιουργού και
προέρχονται από το Εν[1].
Ο
δεύτερος σημαντικότερος σταθμός των νεοπλατωνικών σπουδών στο Βυζάντιο είναι η
νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας, με εκπροσώπους τους Αμμώνιο, Ολυμπιόδωρο,
Ηλία, Δαβίδ και Στέφανο. Οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξάνδρειας
χρησιμοποιούν και σχολιάζουν έργα του Πλάτωνα και θεωρούν τα έργα του
Αριστοτέλη ως προστάδιο της πλατωνικής φιλοσοφίας[2].
Ασπάζονταν τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και υιοθέτησαν τη μεταφυσική του Πρόκλου,
με κάποιες διαφοροποιήσεις. Γι’ αυτούς, ο Δημιουργός είναι αγαθός, αιώνιος και
η δημιουργία του κόσμου είναι απαραίτητη ανάγκη[3].
Από
τον 9ο αι. και μετά, οι λόγιοι του Βυζαντίου ασχολήθηκαν με τη
μελέτη, τη διδασκαλία και το σχολιασμό των αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων[4]. Ο
Πατριάρχης Φώτιος και οι μαθητές του, ασχολήθηκαν με την πλατωνική διδασκαλία,
απορρίπτοντας ή αναγνωρίζοντας απόψεις και θέσεις του Πλάτωνα[5]. Αργότερα
τον 11ο και 12ο αι. παρατηρήθηκαν προσπάθειες σύνθεσης
φιλοσοφικών θέσεων και ενασχόληση με τα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα, ιδιαίτερα
από τους Μιχαήλ Ψελλό, Ιωάννη Ιταλό, Ισαάκ Σεβαστοκράτορα, Νικόλαο Μεθώνη και
Μιχαήλ Ιταλικό[6].
Οι
πλατωνικές ιδέες μετασχηματίζονται στους χριστιανούς συγγραφείς κι οι
δημιουργικοί λόγοι πλέον αποτελούν την έκφραση της θείας βούλησης. Η πλατωνική
άποψη περί της φυγής από το ενθάδε στο επέκεινα με σκοπό την ηθική τελείωση,
χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες και διανοητές, αποβλέποντας στην ηθική κάθαρση
του πιστού στην πορεία του προς την επίτευξη του σκοπού του.
Στη
νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας αξιόλογο είναι να επισημανθεί ότι οι
εκπρόσωποί της ασχολήθηκαν με το σχολιασμό των έργων του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα
να τονίσουμε πως ο Ιωάννης Φιλόπονος, είναι αυτός που εισήγαγε τις
αριστοτελικές έννοιες στη χριστιανική θεολογία[7].
Οι
βυζαντινοί στοχαστές ασχολήθηκαν και έλαβαν υπόψη τους τα έργα των αλεξανδρινών
υπομνηματιστών. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, παρουσίασε στα έργα του, φιλοσοφικούς
όρους δανεισμένους από τους αλεξανδρινούς σχολιαστές, για την ανάπτυξη της
χριστιανικής κοσμοθεωρίας[8]. Ο
πατριάρχης Φώτιος και οι μαθητές του ασχολήθηκαν με τα έργα του Αριστοτέλη,
όπως και οι βυζαντινοί στοχαστές, Ζαχαρίας Χαλκηδόνος, Αρέθας ο Πατρεύς, Μιχαήλ
Ψελλός, Ιωάννης Ξιφιλίνος κ.ά[9].
Η
αριστοτελική μεταφυσική, όπου ο Θεός έχει τη θέση του πρώτου ακινήτου κινούντος
σε συνδυασμό και με το πρόκλειο τριαδικό σχήμα της μονής, προόδου και επιστροφής μεταφέρεται και προσαρμόζεται στη χριστιανική διδασκαλία της αναγωγής του
ανθρώπου στο θείο και της σωτηρίας του.
Σημαντική
επίσης απήχηση βρήκε η αριστοτελική άποψη περί της σχέσης ψυχής και σώματος. Η
ψυχή θεωρημένη ως εντελέχεια έχει το
προβάδισμα έναντι του σώματος, κινεί και ζωοποιεί το σώμα και του δίνει ώθηση.
Κατά
τη βυζαντινή περίοδο η χριστιανική σκέψη διαμόρφωσε μια θεωρία περί της ύλης,
ως κτίσμα του Τριαδικού Θεού και με εσχατολογικές διαστάσεις του σχεδίου της
θείας οικονομίας[10].
Ο Θεός, ο αόρατος, απρόσιτος και άγνωστος πλέον είναι φανερός μέσα από τις
ενέργειές του για το σχεδιασμό του σύμπαντος, αποκαλύπτεται μέσα στην ιστορία. Η
αποκάλυψη του Θεού μέσα στον δημιουργημένο αισθητό κόσμο, ο οποίος προηγείται
του ανθρώπου, αποτελεί την πρώτη θεοφάνεια. Έτσι αναφερόμαστε στην Κοσμολογία ή
Κτισιολογία του σύμπαντος κόσμου[11].
Ο
εσχατολογικός χαρακτήρας της αποκάλυψης του Θεού, πραγματώνεται στο πρόσωπο του
σαρκωθέντος Θείου Λόγου, του Ιησού Χριστού. Με τη δημιουργία της Εκκλησίας και
έπειτα ο Θεός αποκαλύπτεται πλέον στους ανθρώπους μέσω του Αγίου Πνεύματος[12].
Οι
μυστηριακές και λατρευτικές τελετές της Εκκλησίας, αποτελούν τον τρόπο έκφρασης
και πραγμάτωσης της σχέσης των πιστών με τον Τριαδικό Θεό, την λατρεία και
ευχαριστία του κτίσματος προς τον Δημιουργό του[13].
Ο
Μέγας Βασίλειος σχετικά με την δημιουργία του κόσμου προτείνει ως
αφετηρία γνώσης την εμπειρία και την νοητική επεξεργασία αυτής. Επιλέγει
τον κοσμολογικό πλουραλισμό, αποδεχόμενος την παρουσία των τεσσάρων
στοιχείων ( τη γη, το ύδωρ, το πυρ και τον αέρα ), δια των οποίων με τη
σύνθεσή τους οδηγούν στην ποικιλία του κόσμου. Η παρουσία των στοιχείων
αυτών δεν καταλύει την ενότητα του σύμπαντος ούτε την πηγή από την οποία
προέρχονται[14].
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Θεολόγος
[1] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: Θεολογία και Φιλοσοφία στην Εποχή των Πατέρων, τ. Γ’, (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2008) , 83.
[2] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 86.
[3] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 87.
[4] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 88.
[5] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 89.
[6] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 89-93.
[7] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 100.
[8] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 101.
[9] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 102-105.
[10] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 137.
[11] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 139.
[12] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 140.
[13] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 152-153.
[14] Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης και Σ. Τριαντάρη, ό. π., 152-179.
https://koinwniagnwsis.gr